- ἐνῳκοδόμησε
- ἐνοικοδομέωaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνομαλύνω — Α εξομαλύνω τελείως, καθιστώ κάτι εντελώς λείο («τὸν τόπον συνομαλύνας ἐνῳκοδόμησε τὰ δικαστήρια», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλύνω «ισιώνω, εξομαλύνω» (< ὁμαλός)] … Dictionary of Greek